snug
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | snug |
συγκριτικός | snuger |
υπερθετικός | snugest |
snug (en)
- χουχουλιάρικος
- άνετος, αναπαυτικός, βολικός
- (για ρούχα) εφαρμοστός