snug
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | snug |
συγκριτικός | snugger |
υπερθετικός | snuggest |
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]snug (en)
- χουχουλιάρικος, άνετος, αναπαυτικός, βολικός, βολεύομαι, ζεστός, άνετος και προστατευμένος, ειδικά από το κρύο
- ⮡ He made himself snug in the large armchair.
- Βολεύτηκε στη μεγάλη πολυθρόνα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη comfortable
- ⮡ He made himself snug in the large armchair.
- (για ρούχα) εφαρμοστός