χουχουλιάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χουχουλιάρικος < χουχουλιάρης + -ικος < χουχουλιάζω + -ρης < (ηχομιμητική λέξη)
Επίθετο[επεξεργασία]
χουχουλιάρικος
- που σε βοηθά να χουχουλιάζεις
- που μέσα του χουχουλιάζεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
- χουχουλιάρικα
- → δείτε τη λέξη χουχουλιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χουχουλιάρικος
|