sorcier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sorcier < sorcerius < δημώδης λατινική sortiarius, που λέει τη μοίρα < λατινική sors

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɔʁ.sje/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sorcier sorciers
θηλυκό sorcière sorcières

sorcier (fr)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]