soy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
soy (en)
- (Β. Αμερική) η σόγια
Ισπανικά (es) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
soy (es)
- α' ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος ser
Τουρκικά (tr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- soy < πρωτοτουρκική
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
soy (tr)