spelunca

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σπῆλυγξ, σπήλαιον

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

spelunca < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

spelunca (la)

  1. σπήλαιο, σπηλιά
  2. (για ληστές, άγρια ζώα) λημέρι
  3. τάφος
  4. υπόγειο δωμάτιο ή θάλαμος

Απόγονοι[επεξεργασία]

spelunca (λατινικά)

ολλανδικά: spelonk
αγγλικά: spelunk
γαλλικά: spélonque
γερμανικά: Spelunke
ιταλικά: spelonca
οξιτανικά: espelonga
πορτογαλικά: espelunca
ισπανικά: espelunca

Πηγές[επεξεργασία]