σπήλαιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σπήλαιο

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σπήλαιον τὰ σπήλαι
      γενική τοῦ σπηλαίου τῶν σπηλαίων
      δοτική τῷ σπηλαί τοῖς σπηλαίοις
    αιτιατική τὸ σπήλαιον τὰ σπήλαι
     κλητική ! σπήλαιον σπήλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπηλαίω
γεν-δοτ τοῖν  σπηλαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπήλαιον ήδη από τον 5ο αιώνα πκε στον Πλάτωνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπήλαιον, -ου ουδέτερο

  1. σπήλαιο, σπηλιά, άντρο
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 7, 514a (514a-514b)
    ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει, ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἐχούσῃ μακρὰν παρὰ πᾶν τὸ σπήλαιον, ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας, ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ πρόσθεν μόνον ὁρᾶν, κύκλῳ δὲ τὰς κεφαλὰς ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἀδυνάτους περιάγειν,
    Φαντάσου σαν μέσα σ᾽ ένα σπήλαιο κάτω από τη γη, που να έχει την είσοδό του ανοιγμένη προς το φως σ᾽ όλο το μάκρος της ανθρώπους που από παιδιά να βρίσκουνται εκεί μέσα αλυσοδεμένοι από τα πόδια και τον τράχηλο, σε τρόπο που να μένουν πάντα στην ίδια θέση και μόνο εμπρός των να βλέπουν, χωρίς να μπορούν να στρέψουν γύρω την κεφαλή τους εξαιτίας τα δεσμά τους·
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 7, 539e
    μετὰ γὰρ τοῦτο καταβιβαστέοι ἔσονταί σοι εἰς τὸ σπήλαιον πάλιν ἐκεῖνο, καὶ ἀναγκαστέοι ἄρχειν τά τε περὶ τὸν πόλεμον καὶ ὅσαι νέων ἀρχαί, ἵνα μηδ᾽ ἐμπειρίᾳ ὑστερῶσι τῶν ἄλλων·
    Και κατόπι απ᾽ αυτό θα πρέπει να τους κατεβάσεις πάλι σε κείνο το σπήλαιο και θα τους υποχρεώσεις να γίνουνται αρχηγοί σε πολεμικές επιχειρήσεις και σ᾽ άλλα αξιώματα κατάλληλα για την ηλικία τους, για να μην υστερούν ούτε κατά την εμπειρία από τους άλλους·
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  2. (στο θέατρο) ο τόπος πίσω από τη σκηνή

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Απόγονοι[επεξεργασία]

σπήλαιον (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: σπήλαιο
νέα ελληνικά: σπήλαιο
νέα ελληνικά: σπηλιά
αλβανικά: shpellë
κοπτικά: ⲥⲡⲏⲗⲁⲓⲟⲛ
αγγλικά: speleo-
γαλλικά: spéléo-
ουγγρικά: szpeleo-
ιταλικά: speleo-
λετονικά: speleo-
σερβοκροατικά: speleo-

Πηγές[επεξεργασία]