stołówka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stołówka | stołówki |
γενική | stołówki | stołówek |
δοτική | stołówce | stołówkom |
αιτιατική | stołówkę | stołówki |
οργανική | stołówką | stołówkami |
τοπική | stołówce | stołówkach |
κλητική | stołówko | stołówki |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]stołówka < stół
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stołówka (pl) θηλυκό
- η τραπεζαρία, η καντίνα (ο χώρος μαζικής εστίασης σε λέσχες, ξενοδοχεία, φοιτητικές εστίες, φυλακές κλπ)