stołówka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική stołówka stołówki
γενική stołówki stołówek
δοτική stołówce stołówkom
αιτιατική stołów stołówki
οργανική stołów stołówkami
τοπική stołówce stołówkach
κλητική stołówko stołówki

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

stołówka < stół

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /stɔˈwufka/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stołówka (pl) θηλυκό

  • η τραπεζαρία, η καντίνα (ο χώρος μαζικής εστίασης σε λέσχες, ξενοδοχεία, φοιτητικές εστίες, φυλακές κλπ)