sympathy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sympathy < μέση γαλλική sympathie < υστερολατινική sympathia < αρχαία ελληνική συμπάθεια < συμπάσχω < σύν + πάσχω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sympathy (en)
- η συμπάθεια
- η ικανότητα να ταυτίζεσαι ψυχικά με κάποιον
- η αμοιβαία σχέση ανάμεσα σε πρόσωπα, πράγματα ή όργανα του σώματος, όπου η κατάσταση του ενός επηρεάζει αυτόματα την κατάσταση του άλλου