tempting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός tempting
συγκριτικός more tempting
υπερθετικός most tempting

tempting (en)

  1. δελεαστικός, προκλητικός, που σε θέτει-βάζει σε πειρασμό, που δίνει αφορμές να παραβείς την ηθική
  2. συναρπαστικός, -ή, -ό

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

tempting (en)