tug
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tug | tugs |
tug (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | tug |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tugs |
αόριστος | tugged |
παθητική μετοχή | tugged |
ενεργητική μετοχή | tugging |
tug (en)