uva
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
uva (es) (ούβα) θηλυκό
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- uva < → λείπει η ετυμολογία Πιθανώς από το ug-va, συγγενές με την (αρχαία ελληνική) ὑγρός ή ὑγιής
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
uva (la) θηλυκό
κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uva | uvae |
γενική | uvae | uvārum |
δοτική | uvae | uvīs |
αιτιατική | uvam | uvās |
κλητική | uva | uvae |
αφαιρετική | uvā | uvīs |