zamek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική zamek zamki
γενική zamku zamków
δοτική zamkowi zamkom
αιτιατική zamek zamki
οργανική zamkiem zamkami
τοπική zamku zamkach
κλητική zamku zamki
η γενική του ενικού παίρνει και τη μορφή zamka,
αλλά σπάνια χρησιμοποιείται για την έννοια κάστρο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

zamek < zamykać / zamknąć

  • ο όρος με την έννοια του κάστρου (κατασκευή που κλείνει το δρόμο, την είσοδο) εμφανίστηκε τον 14ο μΧ. αιώνα και αντικατέστησε, ήδη υπάρχοντες, λατινογενείς όρους


Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈza.mɛk/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

zamek (pl) αρσενικό

  1. το κάστρο
  2. η κλειδαριά
  3. το φερμουάρ
  4. (πυροβόλα όπλα) το κλείστρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]