zasada

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: zásada

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική zasada zasady
γενική zasady zasad
δοτική zasadzie zasadom
αιτιατική zasadę zasady
οργανική zasadą zasadami
τοπική zasadzie zasadach
κλητική zasado zasady

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /zaˈsada/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

zasada (pl) θηλυκό

  1. η αρχή, ο κανόνας
  2. (χημεία) η βάση

Συγγενικά[επεξεργασία]