Ίβυκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ίβυκος οι Ίβυκοι
      γενική του Ιβύκου
Ίβυκου
των Ιβύκων
    αιτιατική τον Ίβυκο τους Ιβύκους
Ίβυκους
     κλητική Ίβυκε Ίβυκοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ίβυκος < αρχαία ελληνική Ἴβυκος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ίβυκος αρσενικό

  1. αρχαίος Έλληνας λυρικός ποιητής του 6ου αιώνα π.Κ.Ε. από το Ρήγιο της Μεγάλης Ελλάδας
  2. ψηφιακός δίσκος (CD-ROM) του Πανεπιστημίου Irvine της Καλιφόρνιας με τα περισσότερα από τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]