δοτική: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot:Εισαγωγή πίνακα κλίσης |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο}} |
|||
{{el-κλίσ-'ψυχή'|δοτικ}} |
{{el-κλίσ-'ψυχή'|δοτικ}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου [[δοτικός]] < [[δίδωμι]] |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
# η [[πτώση]] των ονομάτων που δηλώνει συνήθως το έμμεσο αντικείμενο, το πρόσωπο που δέχεται την ενέργεια του ρήματος |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
#: ''στη φράση ''"δόξα τω Θεώ"'' έχουμε επιβίωση στα νέα ελληνικά μιας αρχαίας '''δοτικής''''' |
|||
===={{βλέπε}}==== |
|||
* [[πτώση]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 20:53, 26 Δεκεμβρίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δοτική | οι | δοτικές |
γενική | της | δοτικής | των | δοτικών |
αιτιατική | τη | δοτική | τις | δοτικές |
κλητική | δοτική | δοτικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- δοτική < αρχαία ελληνική δοτική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου δοτικός < δίδωμι
Ουσιαστικό
δοτική θηλυκό
- η πτώση των ονομάτων που δηλώνει συνήθως το έμμεσο αντικείμενο, το πρόσωπο που δέχεται την ενέργεια του ρήματος
- στη φράση "δόξα τω Θεώ" έχουμε επιβίωση στα νέα ελληνικά μιας αρχαίας δοτικής
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «δοτικη'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'δοτική'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «δοτικη».