προστακτική: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ + κατ.
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 46: Γραμμή 46:
* [[προστακτικοί]]
* [[προστακτικοί]]


{{κλείδα ταξινόμησης|προστακτικη}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:προστακτική]]
[[en:προστακτική]]

Αναθεώρηση της 14:23, 25 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προστακτική < (ελληνιστική κοινή)

Ουσιαστικό

προστακτική θηλυκό

  1. Πρότυπο:γραμμ έγκλιση του ρήματος που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η προσταγή ή η προτροπή και η παράκληση

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

προστακτική

Ομώνυμα / Ομόηχα