άβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'έρημος'}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''' {{αρχ}} ἡ [[ἄβυσσος]] < ''επίθετο'' [[ἄβυσσος]] < α [[στερητικός|στερητικό]] + [[βυσσός]] (βυθός)
:'''{{PAGENAME}}''' {{αρχ}} ἡ [[ἄβυσσος]] < ''επίθετο'' [[ἄβυσσος]] < α [[στερητικός|στερητικό]] + [[βυσσός]] (βυθός)

Αναθεώρηση της 19:07, 30 Ιουλίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'έρημος'

Ετυμολογία

άβυσσος αρχαία ελληνικήἄβυσσος < επίθετο ἄβυσσος < α στερητικό + βυσσός (βυθός)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

άβυσσος θηλυκό

  1. μεγάλο και απότομο βάθος σε πηγάδι, λίμνη, θάλασσα
  2. βαθύ χάσμα γης, βάραθρο
  3. απέραντη, αμέτρητη, χαώδης έκταση
  4. (μεταφορικά) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς

Μεταφράσεις