φάος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 35: | Γραμμή 35: | ||
*[[φωστήρ]] |
*[[φωστήρ]] |
||
*[[φωτίζω]] |
*[[φωτίζω]] |
||
===={{μορφές}}==== |
|||
* {{αιολ}}: [[φαῦος]] |
|||
* {{επικ}}: [[φόως]] |
|||
* {{αττ}}: [[φῶς]] |
|||
{{κοιτ}} [[φῶς]] για [[κλίση]] |
{{κοιτ}} [[φῶς]] για [[κλίση]] |
Αναθεώρηση της 21:00, 20 Ιουνίου 2015
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φάος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂os
Ουσιαστικό
φάος ουδέτερο (γενική του φάεος)
- αρχαιοελληνικό ουσιαστικό ταυτόσημο με το φῶς αλλά και, με έκταση, με το φόως. Το φως
- ημέρα
- κρισίμων φαέων : κρίσιμων ημερών, σημαντικών
- εστία φωτιάς
- πρὸς φῶς πίνειν
- μέσοις φωσίν : ούτε πολύ δυνατή, ούτε αδύναμη φωτιά, μέτρια
- (μεταφορικά) όπως σήμερα λέμε "είσαι το φως των ματιών μου" ή "Φώς μου!"
- φάος ὀμμάτων, ὄσσων (Πίνδαρος)
- ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος
- ὦ φάος Ἑλλήνων (Ανακρέων)
- τα μάτια (φάεα)
- αυτό που λάμπει και αποκαλύπτει
- τῆς ἀληθείας τὸ φῶς (Ευριπίδης)
- ὁ θεὸς φῶς ἐστὶν καὶ σκοτία οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ οὐδεμία (Καινή Διαθήκη, Ιωάννου Α. 5)
Άλλες μορφές
- φάος, γενική φάεος και φάους, δοτική φάει, γεν. πλ. φαέων αιτ. πληθ. φάεα, δοτ. πλ. φαέεσσι και φάεσι
- φῶς, γενική φωτός
- φόως (επικός τύπος )
Εκφράσεις
- τὸ φῶς κόσμον παρέχει : το φως της ημέρας είναι εγγύηση τάξης, αλλά και "η διαύγεια είναι εγγύηση τάξης"