βεντέτα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 24: | Γραμμή 24: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή|εκδικητική συμπεριφορά}} |
{{μτφ-αρχή|εκδικητική συμπεριφορά}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|vendetta}} |
* {{en}} : {{τ|en|vendetta}}, {{τ|en|feud}} |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 12:10, 25 Μαρτίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βεντέτα < Πρότυπο:ετυμ it vendetta < Πρότυπο:ετυμ la vindicta < vindico < vindex < vis + dico
- βεντέτα < γαλλική vedette < Πρότυπο:ετυμ it vedetta < vedere < Πρότυπο:ετυμ la video < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd-
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
βεντέτα θηλυκό
- η αίσθηση της υποχρέωσης (αν)εκδίκησης που διακατέχει κάποιον, εξαιτίας κάποιας αδικίας που έγινε στον ίδιο ή την οικογένεια του, καθώς και οι ενέργειες (π.χ. φόνοι) που γίνονται στα πλαίσια αυτά
Ουσιαστικό
βεντέτα θηλυκό
- πρόσωπο (κυρίως του θεάματος: ηθοποιός, τραγουδιστής) που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη και (ενδεχομένως) έχει εκκεντρική, υπεροπτική ή αλαζονική συμπεριφορά
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εκδικητική συμπεριφορά