προέρχομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη lt |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 71: | Γραμμή 71: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:προέρχομαι]] |
|||
[[en:προέρχομαι]] |
|||
[[lt:προέρχομαι]] |
Αναθεώρηση της 22:07, 25 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προέρχομαι < αρχαία ελληνική προέρχομαι < πρό + ἔρχομαι
Ρήμα
προέρχομαι
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) έρχομαι από κάποιο μέρος ή τόπο, εκπορεύομαι, πηγάζω
- κατάγομαι