χουρμαδιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 56: | Γραμμή 56: | ||
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fi}} : {{τ|fi|taatelipalmu}}, {{τ|fi|välimerentaateli}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
Αναθεώρηση της 06:27, 7 Οκτωβρίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χουρμαδιά | οι | χουρμαδιές |
γενική | της | χουρμαδιάς | των | χουρμαδιών |
αιτιατική | τη | χουρμαδιά | τις | χουρμαδιές |
κλητική | χουρμαδιά | χουρμαδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- χουρμαδιά < χουρμάς
Ουσιαστικό
χουρμαδιά θηλυκό
- ονομασία για ένα είδος φοινικιάς, τη δακτυλοφόρο ("Φοίνιξ ο δακτυλοφόρος"), η οποία παράγει και τους χουρμάδες
Μεταφράσεις
χουρμαδιά
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)