αβροφροσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβροφροσύνη θηλυκό
- ευγένεια στη συμπεριφορά και στην ομιλία, λεπτότητα, προσήνεια
- ※ Ὅταν ἤμουν νέος και ἄγνωστος, ἡ επιθυμία μου νά τόν γνωρίσω μέ κρατοῦσε σέ συνεχῆ ἀνησυχία∙ δέν τολμοῦσα ὅμως νά τόν ἐπισκεφθῶ, ξέροντας πώς ποτέ δέν δεχόταν ἀγνώστους θαυμαστές∙ ἀλλά καί μήν ἔχοντας ἀκόμα τήν προσωπικότητα πού θά δικαιολογοῦσε μιάν ἐπίσκεψη συναδελφικῆς ἁβροφροσύνης.
- Μ. Καραγάτσης, Ὁ κίτρινος φάκελος (πολυτονικό σύστημα)
- ※ Ὅταν ἤμουν νέος και ἄγνωστος, ἡ επιθυμία μου νά τόν γνωρίσω μέ κρατοῦσε σέ συνεχῆ ἀνησυχία∙ δέν τολμοῦσα ὅμως νά τόν ἐπισκεφθῶ, ξέροντας πώς ποτέ δέν δεχόταν ἀγνώστους θαυμαστές∙ ἀλλά καί μήν ἔχοντας ἀκόμα τήν προσωπικότητα πού θά δικαιολογοῦσε μιάν ἐπίσκεψη συναδελφικῆς ἁβροφροσύνης.