μακρογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
μακρο- + -γραφία < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: macrography
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θηλυκό
- η όψη πράγματος ή έμβιου όντος μέσω παρατήρησης με γυμνό οφθαλμό
- η μακροσκοπική όψη/επισκόπηση
- πλήρης μορφή λέξης, μη συντμημένη λέξη
- μεγάλο κείμενο, συχνά βαρετό ή αχρείαστα μεγάλο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- συντομομορφή
- βραχυμορφία