Κόπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κόπτης | οι | Κόπτες |
γενική | του | Κόπτη | των | Κοπτών |
αιτιατική | τον | Κόπτη | τους | Κόπτες |
κλητική | Κόπτη | Κόπτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κόπτης < αρχαία ελληνική κόπτω
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κόπτης αρσενικό
- καθιερωμένη ονομασία των Αιγύπτιων και Αιθιόπων χριστιανών, οπαδών του μονοφυσιτισμού