Μπεμπέκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπεμπέκα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μπεμπέκα οι Μπεμπέκες
      γενική της Μπεμπέκας
    αιτιατική την Μπεμπέκα τις Μπεμπέκες
     κλητική Μπεμπέκα Μπεμπέκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μπεμπέκα < μπεμπέκα (παρωνύμιο) < τουρκική bebek

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /beˈbe.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπε‐μπέ‐κα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μπεμπέκα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Μπέμπα (επίσης παρωνύμιο, διαφορετικού ετύμου)

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]