Ναξιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ναξιώτης | οι | Ναξιώτες |
γενική | του | Ναξιώτη | των | Ναξιωτών |
αιτιατική | τον | Ναξιώτη | τους | Ναξιώτες |
κλητική | Ναξιώτη | Ναξιώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /naˈksço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Να‐ξιώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ναξιώτης αρσενικό (θηλυκό Ναξιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τη Νάξο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ναξιώτης
|