Ντράφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Ντράφι τα Ντράφια
      γενική του Ντραφιού των Ντραφιών
    αιτιατική το Ντράφι τα Ντράφια
     κλητική Ντράφι Ντράφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ντράφι < αρβανίτικη traf < τράφος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈdɾa.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ντρά‐φι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ντράφι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Αθηνά, εν Αθήναις Επιστημονική Εταιρεία, τομ. 40-41, 1928, σελ. 165.