Ντραφιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dɾaˈfço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ντρα‐φιώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ντραφιώτης αρσενικό (θηλυκό Ντραφιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από το Ντράφι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ντραφιώτης
|