Παραγουανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παραγουανός < Παραγου(άη) + -ανός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Παραγουανός αρσενικό (θηλυκό Παραγουανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Παραγουάη ή έχει παραγουανική υπηκοότητα