Ροδίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ροδίτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ροδίτης οι Ροδίτες
      γενική του Ροδίτη των Ροδιτών
    αιτιατική τον Ροδίτη τους Ροδίτες
     κλητική Ροδίτη Ροδίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ροδίτης < Ρόδ(ος) + -ίτης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ροδίτης αρσενικό (θηλυκό Ροδίτισσα)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Ροδίτης
      γενική του Ροδίτη
    αιτιατική τον Ροδίτη
     κλητική Ροδίτη
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ροδίτης < από το ρόδινο χρώμα της φλούδας του καρπού του αμπελιού αυτής της ποικιλίας + -ίτης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ροδίτης αρσενικό στον ενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]