Ρόδιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ρόδιος | οι | Ρόδιοι |
γενική | του | Ρόδιου & Ροδίου |
των | Ρόδιων & Ροδίων |
αιτιατική | τον | Ρόδιο | τους | Ρόδιους & Ροδίους |
κλητική | Ρόδιε | Ρόδιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Ρόδιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ῥόδιος. Συγχρονικά αναλύεται σε Ρόδ(ος) + -ιος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ρόδιος αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) αυτός που διαμένει στο νησί της Ρόδου ή κατάγεται από αυτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- Ρόδιος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ρόδιος αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιος (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες - ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)