Ρόδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ῥόδος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Ρόδος
      γενική της Ρόδου
    αιτιατική τη Ρόδο
     κλητική Ρόδε
(Ρόδο)
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ρόδος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ῥόδος
η Ρόδος στο χάρτη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɾo.ðos/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρό‐δος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ρόδος θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • νησί των Δωδεκανήσων καθώς και η μεγαλύτερη πόλη του

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]