άρουρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άρουρα | οι | άρουρες |
γενική | της | άρουρας | των | αρουρών |
αιτιατική | την | άρουρα | τις | άρουρες |
κλητική | άρουρα | άρουρες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άρουρα < αρχαία ελληνική ἄρουρα < ἀρόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erh₃- (οργώνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άρουρα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άρουρα
|