αγαθάρχης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγαθάρχης οι αγαθάρχες
      γενική του αγαθάρχη των αγαθαρχών
    αιτιατική τον αγαθάρχη τους αγαθάρχες
     κλητική αγαθάρχη αγαθάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγαθάρχης < μεσαιωνική ελληνική, αγαθός + -άρχης < άρχω

Επίθετο[επεξεργασία]

αγαθάρχης αρσενικό, μόνο στον ενικό

  • (θρησκεία) προσηγορία του Θεού ως πηγή αγαθών

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • η προσηγορία αυτή αναφέρεται από τον Θεόδωρο Λάσκαρι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]