ακαδημαϊσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακαδημαϊσμός < ακαδημία + -ισμός < αντιδάνειο του γαλλικού académisme
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακαδημαϊσμός αρσενικό
- (αρχικά τεχνοκριτικός όρος) η προσήλωση σε πρότυπα στην τέχνη (όπως ζωγραφική και γλυπτική), σύμφωνα με όσα διδάσκονταν στις (Ευρωπαϊκές) Ακαδημίες Τέχνης
- (αρνητικός όρος) προσήλωση σε κάποιες αρχές με αποτέλεσμα την έλλειψη πρωτοτυπίας, σχολαστικισμός, συντηρητισμός, εχθρότητα στον νεωτερισμό και ριζοσπαστισμό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακαδημαϊσμός