ανασκαφέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασκαφέας < ανασκάπτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανασκαφέας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο αρχαιολόγος που συμμετέχει σε αρχαιολογική ανασκαφή