ανεμογκάστρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανεμογκάστρι | τα | ανεμογκάστρια |
γενική | του | ανεμογκαστρίου | των | ανεμογκαστρίων |
αιτιατική | το | ανεμογκάστρι | τα | ανεμογκάστρια |
κλητική | ανεμογκάστρι | ανεμογκάστρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεμογκάστρι < ανεμο- + γκαστρ(ώνω) + -ι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ne.moˈɡa.stɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐γκά‐στρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανεμογκάστρι ουδέτερο
- (ιατρική, λαϊκότροπο) η ψευδοκύηση
- ※ Μέχρι και έξι μήνες μετά τη σύλληψή μου, η μάνα μου δεν είχε σαφείς ενδείξεις εγκυμοσύνης και με θεωρούσε μάλλον ανεμογκάστρι. (Χρήστος Χωμενίδης, Το σοφό παιδί, (Πατάκης: Αθήνα, 2012), σελ. 18)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεμογκάστρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μίλι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανεμο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)