αξιοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αξιοκρατία < αξιο- (<άξιος) + -κρατία (<κρατώ) ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) meritocracy)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αξιοκρατία θηλυκό
- το να επιλέγονται οι πιο άξιοι και ικανοί για μία θέση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αξιοκρατία