ευνοιοκρατία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευνοιοκρατία οι ευνοιοκρατίες
      γενική της ευνοιοκρατίας των ευνοιοκρατιών
    αιτιατική την ευνοιοκρατία τις ευνοιοκρατίες
     κλητική ευνοιοκρατία ευνοιοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευνοιοκρατία < εύνοια + -ο- + -κρατία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική favoritisme)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.vni.o.kɾaˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐νοι‐ο‐κρα‐τί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευνοιοκρατία θηλυκό

  • (λόγιο) η μεροληπτική προτίμηση και προώθηση σε ανώτερες θέσεις και αξιώματα ανθρώπων που επιθυμεί ο εκάστοτε υπεύθυνος, συγγενών του ή ευνοουμένων του, χωρίς να στηρίζονται και να προτιμώνται οι άξιοι και οι ικανοί
    Η ευνοιοκρατία στην πολιτική ζωή συνδέεται άρρηκτα με την ευνοιοκρατία στα Πανεπιστήμια (ας αναζητήσουν οι δημοσιογράφοι ποιοι γιοι, κόρες, συγγενείς, παρατρεχάμενοι υπουργών και βουλευτών έγιναν διδάκτορες, πήραν μετεγγραφή κ.λπ.) (*)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]