αποστάφυλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αποστάφυλα | ||
γενική | των | αποστάφυλων | ||
αιτιατική | τα | αποστάφυλα | ||
κλητική | αποστάφυλα | |||
Σπάνιος ενικός, αποστάφυλο. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποστάφυλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Σπάνια απαντά και ο ενικός: αποστάφυλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποστάφυλα
→ δείτε τη λέξη αποτρύγι |