αποστάφυλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποστάφυλο τα αποστάφυλα
      γενική του αποστάφυλου των αποστάφυλων
    αιτιατική το αποστάφυλο τα αποστάφυλα
     κλητική αποστάφυλο αποστάφυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστάφυλο < απο- + σταφύλι + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποστάφυλο ουδέτερο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]