αποσχηματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσχηματισμός < αποσχηματίζω + -μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποσχηματισμός αρσενικό
- (θρησκεία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποσχηματίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσχηματισμός