αρετσίνωτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρετσίνωτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αρετσίνωτος < α- + ρετσινώνω + -τος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρετσίνωτο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρετσίνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρετσίνωτο