αρρενοτοκία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρρενοτοκία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρρενοτοκία < δείτε αρχαία ελληνική ἄρρην + -τοκία (< τίκτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρρενοτοκία θηλυκό
- (λόγιο) η αρρενογονία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρρενοτοκία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)