ασβεστοκάμινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασβεστοκάμινος | οι | ασβεστοκάμινοι |
γενική | της | ασβεστοκάμινου & ασβεστοκαμίνου |
των | ασβεστοκάμινων & ασβεστοκαμίνων |
αιτιατική | την | ασβεστοκάμινο | τις | ασβεστοκάμινους & ασβεστοκαμίνους |
κλητική | ασβεστοκάμινε (ασβεστοκάμινο) |
ασβεστοκάμινοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι γενικής, αιτιατικής, είναι παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «πανσέληνος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασβεστοκάμινος < ασβέστ(ης) + -ο- + κάμινος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασβεστοκάμινος θηλυκό