αυλάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αυλάρχης | οι | αυλάρχες |
γενική | του | αυλάρχη | των | αυλαρχών |
αιτιατική | τον | αυλάρχη | τους | αυλάρχες |
κλητική | αυλάρχη | αυλάρχες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυλάρχης < (ελληνιστική κοινή) αὐλάρχης < αὐλή + -άρχης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυλάρχης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο επικεφαλής της αυλής του παλατιού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυλάρχης