αυτοκάθαρση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκάθαρση οι αυτοκαθάρσεις
      γενική της αυτοκάθαρσης* των αυτοκαθάρσεων
    αιτιατική την αυτοκάθαρση τις αυτοκαθάρσεις
     κλητική αυτοκάθαρση αυτοκαθάρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοκαθάρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοκάθαρση < αυτο- + κάθαρση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοκάθαρση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) αυτοκαθαρισμός
  2. (μεταφορικά) η κάθαρση που γίνεται με ενέργειες του ίδιου (προσώπου, οργανισμού κ.λπ.) που υφίσταται την κάθαρση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]