αυτοτραυματίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αυτοτραυματίας οι αυτοτραυματίες
      γενική του/της αυτοτραυματία των αυτοτραυματιών
    αιτιατική τον/την αυτοτραυματία τους/τις αυτοτραυματίες
     κλητική αυτοτραυματία αυτοτραυματίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοτραυματίας < αυτο- + τραυματίας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοτραυματίας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]