βελάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βελάδα | οι | βελάδες |
γενική | της | βελάδας | των | βελάδων |
αιτιατική | τη | βελάδα | τις | βελάδες |
κλητική | βελάδα | βελάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βελάδα < (άμεσο δάνειο) βενετική velada
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /veˈla.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐λά‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βελάδα θηλυκό
- (παρωχημένο, ενδυμασία) παλιότερο επίσημο μαύρο ανδρικό σακάκι, παρόμοιο με αυτό του φράκου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βελάδα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- βελάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βελάδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)