βιολιτζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιολιτζής οι βιολιτζήδες
      γενική του βιολιτζή των βιολιτζήδων
    αιτιατική τον βιολιτζή τους βιολιτζήδες
     κλητική βιολιτζή βιολιτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βιολιτζής παίζει σε γιορτή στο Τέξας των ΗΠΑ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιολιτζής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιολιτζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα, μουσική, λαϊκότροπο) ο βιολιστής
    ※  Βαράτε βιολιτζήδες | βαράτε βιολιτζήδες | οριστική διάλυση | κάνουν οι παλιατζήδες.
    «Βαράτε βιολιτζήδες» (1975), στίχοι: Νίκος Μπακογιάννης, σύνθεση-εκτέλεση: Γιώργος Ζαμπέτας.
  2. (ειδικότερα) μουσικός που παίζει δημοτικά ή άλλα τραγούδια για να διασκεδάσει τον κόσμο σε πανηγύρια ή κέντρα διασκέδασης
  3. (μειωτικό) μουσικός κακής ποιότητας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]